- φλωροκαπνισμένος
- -η, -οβλ. φλουροκαπνισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλωροκαπνισμένος — η, ο, Ν βλ. φλουροκαπνισμένος … Dictionary of Greek
φλουροκαπνισμένος — και φλωροκαπνισμένος, η, ο, Ν 1. επιχρυσωμένος 2. ξανθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλουρί / φλωρί + καπνισμένος (< καπνίζω), πρβλ. μαλαμο καπνισμένος] … Dictionary of Greek
φλουροκαπνισμένος — φλουροκαπνισμένος, η, ο και φλωροκαπνισμένος, η, ο ο μαλαμοκαπνισμένος, ο επιχρυσωμένος, ο ξανθός στο χρώμα: Και σμίγ η τρίχα των μαλλιών η φλουροκαπνισμένη μ άσπρα μαλλιά (Ι. Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)